κατάκλυστος

κατάκλυστος
-η, -ο
γεμάτος με νερό, πλημμυρισμένος από νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλύζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 από τον Χρήστο Χρηστοβασίλη στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”